- δολώνω
- [долома] р. приманка
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
δολώνω — δολώνω, δόλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δολώνω — (AM δολῶ, όω) [δόλος] 1. δολιεύομαι, εξαπατώ 2. νοθεύω νεοελλ. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα μσν. 1. κηλιδώνω 2. διαστρεβλώνω αρχ. 1. πιάνω, συλλαμβάνω με δόλο 2. τροποποιώ, μετασχηματίζω … Dictionary of Greek
δολώνω — δόλωσα, δολώθηκα, δολωμένος 1. βάζω δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα: Βάλε δόλωμα στην πετονιά. 2. νοθεύω ποτά: Τα ποτά αυτής της κάβας είναι δολωμένα. 3. μτφ., εξαπατώ χρησιμοποιώντας δόλο: Πρόσεξε μη σε δολώσουν κατά τη συναλλαγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδόλωτος — η ο (Μ ἀδόλωτος, ον) [δολώνω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν εφοδιάστηκε με δόλωμα («αγκίστρι αδόλωτο») 2. άδολος, ανόθευτος («αδόλωτο κρασί») μσν. ειλικρινής, αγνός, αθώος, γνήσιος … Dictionary of Greek
δολώ — δολῶ βλ. δολώνω … Dictionary of Greek
αγκιστρώνω — αγκίστρωσα, αγκιστρώθηκα, αγκιστρωμένος 1. πιάνω με αγκίστρι ή γάντζο: Το χε αγκιστρώσει τόσο καλά που ήταν αδύνατο να φύγει. 2. βάζω, δένω αγκίστρια στην πετονιά ή τα δολώνω: Καθόταν σταυροπόδι κι αγκίστρωνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)